ανισόπεδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ανισόπεδος
- που βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο από κάτι άλλο
- ανισόπεδη διάβαση
- που αποτελείται από τμήματα τα οποία είναι τοποθετημένα σε διαφορετικά επίπεδα
- ανισόπεδος κόμβος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανισόπεδος
|