αντάμης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντάμης οι αντάμηδες
      γενική του αντάμη των αντάμηδων
    αιτιατική τον αντάμη τους αντάμηδες
     κλητική αντάμη αντάμηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντάμης < τουρκική adam (άνδρας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντάμης αρσενικό (θηλυκό αντάμισσα), και αδάμης

  • θαρραλέος, παλικαράς, εριστικός
    ※  και ο Μουλάς το Σταματιό πούναι αντάμης πρώτης όλοι πρωτοπαλλήκαρα, κ' ο Κουλουλιάς ο βλάμης που για τ' ανεκατώματα είναι σωστός αντάμης, κ' άλλοι καμπόσοι βούθησαν σ' εκείνα τα τερτίπια (Ιστορία της Νήσου Ικαρίας, Χαραλάμπου Γ. Παμφίλη, 1980, σελ. 224)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]