αντέξοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντέξοδος | οι | αντέξοδοι (αντέξοδες) |
γενική | της | αντεξόδου | των | αντεξόδων |
αιτιατική | την | αντέξοδο | τις | αντεξόδους (αντέξοδες) |
κλητική | αντέξοδε (αντέξοδο) | αντέξοδοι (αντέξοδες) | ||
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντέξοδος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντέξοδος. Συγχρονικά αναλύεται σε αντ- + έξοδος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /anˈde.kso.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντέ‐ξο‐δος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντέξοδος θηλυκό (λόγιο, σπάνιο)
- η επίθεση αντιπάλου με εξόρμηση [1]
- αντεπίθεση από οχυρό ή φρούριο [2]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντέξοδος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διάμετρος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)