αντανακλασιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αντανακλασιμότητα < αντανάκλαση + -ιμος + -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντανακλασιμότητα θηλυκό
- (σπάνιο) (οπτική) (φυσική) η ικανότητα αντανάκλασης (συνήθως για επιφάνειες, μα όχι μόνο) χωρίς απαραιτήτως αυτή να προκύπτει κατά την στιγμή της περιγραφής ως αντανάκλαση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- συνηθέστερο: αντανακλαστικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντανακλασιμότητα