αντιαιμορραγικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιαιμορραγικό τα αντιαιμορραγικά
      γενική του αντιαιμορραγικού των αντιαιμορραγικών
    αιτιατική το αντιαιμορραγικό τα αντιαιμορραγικά
     κλητική αντιαιμορραγικό αντιαιμορραγικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιαιμορραγικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντιαιμορραγικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιαιμορραγικό ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αντιαιμορραγικό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αντιαιμορραγικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντιαιμορραγικός