ανωδομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανωδομή | οι | ανωδομές |
γενική | της | ανωδομής | των | ανωδομών |
αιτιατική | την | ανωδομή | τις | ανωδομές |
κλητική | ανωδομή | ανωδομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανωδομή < άνω + δομή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλικά superstructure)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανωδομή θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) το τμήμα της οικοδομικής κατασκευής που βρίσκεται πάνω από το ισόγειο
- Ως τότε η ανωδομή και οι διαστάσεις του ναού μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές και κατανοητές μόνον από ειδικούς (εφημερίδα Τα Νέα, 29/1/2013)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανωδομή