ανωδομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανωδομή οι ανωδομές
      γενική της ανωδομής των ανωδομών
    αιτιατική την ανωδομή τις ανωδομές
     κλητική ανωδομή ανωδομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανωδομή < άνω + δομή ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλικά superstructure)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανωδομή θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]