ανωνυμοτηλεφωνητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανωνυμοτηλεφωνητής < ανώνυμος + -ο- + τηλεφωνητής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανωνυμοτηλεφωνητής αρσενικό
- (παρωχημένο) αυτός που τηλεφωνεί ανώνυμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανωνυμοτηλεφωνητής
|