αποαιθανιωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποαιθανιωτής αρσενικό
- (νεολογισμός) χώρος ή μηχάνημα όπου γίνεται η αποαιθανίωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποαιθανιωτής
|