απολέπιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απολέπιση οι απολεπίσεις
      γενική της απολέπισης* των απολεπίσεων
    αιτιατική την απολέπιση τις απολεπίσεις
     κλητική απολέπιση απολεπίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απολεπίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απολέπιση < απολεπίζω + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απολέπιση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]