απονομιμοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απονομιμοποίηση | οι | απονομιμοποιήσεις |
γενική | της | απονομιμοποίησης | των | απονομιμοποιήσεων |
αιτιατική | την | απονομιμοποίηση | τις | απονομιμοποιήσεις |
κλητική | απονομιμοποίηση | απονομιμοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απονομιμοποίηση < απο- + νομιμοποίηση
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.no.mi.moˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐νο‐μι‐μο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απονομιμοποίηση θηλυκό
- (νεολογισμός) η άρση της νομιμοποίησης
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απονομιμοποίηση
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr