απορριματοδοχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απορριματοδοχείο ουδέτερο
- το δοχείο, ο κάδος που πετάν απορρίμματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απορριματοδοχείο
|