αποστραβώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ξεστραβώνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποστραβώνω < απο- + στραβώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποστραβώνω (παθητική φωνή: αποστραβώνομαι)

  1. (οικείο) κάνω κάτι τελείως σταρβό
  2. (οικείο) προκαλώ σε κάποιον απώλεια όρασης
     συνώνυμα: αποτυφλώνω
  3. (οικείο) (μεταφορικά) βυθίζω κάποιον στην αγραμματοσύνη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]