αποτελείωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αποτέλειωμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αποτελείωμα τα αποτελειώματα
      γενική του αποτελειώματος των αποτελειωμάτων
    αιτιατική το αποτελείωμα τα αποτελειώματα
     κλητική αποτελείωμα αποτελειώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποτελείωμα < αποτελειώνω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποτελείωμα ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]