απόμουχρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόμουχρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απόμουχρος < μουχρός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόμουχρο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) το δειλινό, το σούρουπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- απόμουχρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)