απόρρευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόρρευμα τα απορρεύματα
      γενική του απορρεύματος των απορρευμάτων
    αιτιατική το απόρρευμα τα απορρεύματα
     κλητική απόρρευμα απορρεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόρρευμα < απο- + ρεύμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απόρρευμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]