απόσαξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόσαξη | οι | αποσάξεις |
γενική | της | απόσαξης* | των | αποσάξεων |
αιτιατική | την | απόσαξη | τις | αποσάξεις |
κλητική | απόσαξη | αποσάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόσαξη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀπόσαξις < (ελληνιστική κοινή) ἀποσάττω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόσαξη θηλυκό
- (λόγιο) το ξεσαμάρωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόσαξη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)