αργυρωρυχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αργυρωρυχείο τα αργυρωρυχεία
      γενική του αργυρωρυχείου των αργυρωρυχείων
    αιτιατική το αργυρωρυχείο τα αργυρωρυχεία
     κλητική αργυρωρυχείο αργυρωρυχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αργυρωρυχείο < (ελληνιστική κοινήἀργυρωρυχεῖον < αρχαία ελληνική ἄργυρος + ὀρύσσω (το ω (αργυρωρυχείο) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αργυρωρυχείο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]