αρμενοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρμενοσύνη | οι | αρμενοσύνες |
γενική | της | αρμενοσύνης | των | (αρμενοσυνών) |
αιτιατική | την | αρμενοσύνη | τις | αρμενοσύνες |
κλητική | αρμενοσύνη | αρμενοσύνες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρμενοσύνη < Αρμέν(ιος) + -οσύνη
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.me.noˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐με‐νο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρμενοσύνη θηλυκό
- (λογοτεχνικό) η ιδιότητα και τα χαρακτηριστικά των Αρμενίων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρμενοσύνη
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αρμενοσύνη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σκόνη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -οσύνη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)