αρρωστίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρρωστίλα οι αρρωστίλες
      γενική της αρρωστίλας
    αιτιατική την αρρωστίλα τις αρρωστίλες
     κλητική αρρωστίλα αρρωστίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρρωστίλα < αρρώστ(ια) ή άρρωστ(ος) + -ίλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρρωστίλα θηλυκό (λαϊκότροπο)

  1. οσμή ασθένειας, οσμή που σχετίζεται με νόσο
  2. η κατάσταση του ασθενούς
  3. (μεταφορικά) αρρωστημένη σκέψη ή πράξη

Δείτε επίσης[επεξεργασία]