αρχαιογνωσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχαιογνωσία < αρχαίος + -ο- + -γνωσία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Altertumskunde
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχαιογνωσία θηλυκό
- η γνώση της αρχαιότητας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχαιογνωσία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γνωσία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)