αρχιπύραρχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιπύραρχος οι αρχιπύραρχοι
      γενική του αρχιπύραρχου
αρχιπυράρχου
των αρχιπύραρχων
αρχιπυράρχων
    αιτιατική τον αρχιπύραρχο τους αρχιπύραρχους
αρχιπυράρχους
     κλητική αρχιπύραρχε αρχιπύραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχιπύραρχος < αρχι- + πύραρχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρχιπύραρχος αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]