αστακομακαρονάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστακομακαρονάδα < αστακ(ός) + -ο- + μακαρονάδα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.sta.ko.ma.ka.ɾoˈna.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στα‐κο‐μα‐κα‐ρο‐νά‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστακομακαρονάδα θηλυκό
- (γαστρονομία) μακαρονάδα με σάλτσα που έχει ως κύριο συστατικό τον αστακό
- ※ Το μενού της Βουλής: Αστακομακαρονάδα, σαλάτα με φύκια, σος ροδιού..., iefimerida.gr, 27/3/2015 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστακομακαρονάδα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)