αυτοσυγκράτημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοσυγκράτημα < αυτοσυγκρατούμαι + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοσυγκράτημα ουδέτερο
- (σπάνιο) άλλη μορφή του αυτοσυγκράτηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοσυγκράτημα
|