αφθαρσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφθαρσία οι αφθαρσίες
      γενική της αφθαρσίας των αφθαρσιών
    αιτιατική την αφθαρσία τις αφθαρσίες
     κλητική αφθαρσία αφθαρσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφθαρσία < (ελληνιστική κοινήἀφθαρσία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αφθαρσία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]