αφθαρσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφθαρσία < (ελληνιστική κοινή) ἀφθαρσία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφθαρσία θηλυκό
- το να είναι κάτι (ή κάποιος) άφθαρτο(ς), να μην φθείρεται, αλλά να διατηρεί την αρχική του κατάσταση ή ιδιότητες αναλλοίωτες, παρ’ όλο το πέρασμα του χρόνου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (αθανασία)
- (αιωνιότητα)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας: στη μέση, στο μεταίχμιο, σε κάποιο σημείο καθοριστικό για το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση (που φαίνεται ρευστή και κρίσιμη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφθαρσία