αφιερωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφιερωτής < (ελληνιστική κοινή) ἀφιερωτής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφιερωτής αρσενικό (θηλυκό: αφιερώτρια)
- αυτός που αφιερώνει κάτι σε κάποιον