βαγκνεριστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαγκνεριστής οι βαγκνεριστές
      γενική του βαγκνεριστή των βαγκνεριστών
    αιτιατική τον βαγκνεριστή τους βαγκνεριστές
     κλητική βαγκνεριστή βαγκνεριστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαγκνεριστής < από το όνομα του συνθέτη Βάγκνερ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαγκνεριστής αρσενικό

  1. που θεωρεί κορυφαίο μουσουργό τον Βάγκνερ στην επική μουσική, για την διακύμανση των συναισθημάτων και κυρίως την υψηλοφροσύνη που αυτή προκαλεί
  2. εκείνος που προτιμά με πάθος το επικό είδος στη μουσική
  3. συνθέτες που ακολούθησαν το ύφος του Βάγκνερ, όπως π.χ. ο Άντον Μπούκνερ αλλά και ο δικός μας Δημήτρης Λάλας


Μεταφράσεις[επεξεργασία]