βαγκνεριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαγκνεριστής < από το όνομα του συνθέτη Βάγκνερ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαγκνεριστής αρσενικό
- που θεωρεί κορυφαίο μουσουργό τον Βάγκνερ στην επική μουσική, για την διακύμανση των συναισθημάτων και κυρίως την υψηλοφροσύνη που αυτή προκαλεί
- εκείνος που προτιμά με πάθος το επικό είδος στη μουσική
- συνθέτες που ακολούθησαν το ύφος του Βάγκνερ, όπως π.χ. ο Άντον Μπούκνερ αλλά και ο δικός μας Δημήτρης Λάλας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαγκνεριστής
|