βαλτοτόπι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαλτοτόπι | τα | βαλτοτόπια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βαλτοτόπι | τα | βαλτοτόπια |
κλητική | βαλτοτόπι | βαλτοτόπια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαλτοτόπι < βαλτότοπ(ος) + -ι / βάλτ(ος) + -ο- + -τόπι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαλτοτόπι ουδέτερο
- τόπος με βάλτους, άλλη μορφή του βαλτότοπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαλτοτόπι
→ δείτε τη λέξη βαλτότοπος |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τόπι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)