βαρελοσανίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρελοσανίδα οι βαρελοσανίδες
      γενική της βαρελοσανίδας των βαρελοσανίδων
    αιτιατική τη βαρελοσανίδα τις βαρελοσανίδες
     κλητική βαρελοσανίδα βαρελοσανίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρελοσανίδα < βαρέλι + σανίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαρελοσανίδα θηλυκό

  • σανίδα βαρελιού, σανίδα που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία κοπής και ελαφριάς κύρτωσης για τη κατασκευή βαρελιού

Μεταφράσεις[επεξεργασία]