βελούχι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βελούχι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βελούχι τα βελούχια
      γενική του βελουχιού των βελουχιών
    αιτιατική το βελούχι τα βελούχια
     κλητική βελούχι βελούχια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βελούχι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βελούχιν, όπως και στο τοπωνύμιο Βελούχιν[1]
  • είτε(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) άγνωστης ετυμολογίας. Ίσως προέρχεται από την τουρκική λέξη bolluk (που σημαίνει «αφθονία»).


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βελούχι ουδέτερο

  1. (ιδιωματικό) πηγή απ' όπου πηγάζει πολύ νερό και (κατ’ επέκταση) τα κτίσματα που χτίζονται κοντά σ’ αυτή
  2. → δείτε και τη λέξη Βελούχι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. «βελούχι», τόμος 3ος - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»