βιοτράπεζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοτράπεζα < βιο- + τράπεζα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biobank)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοτράπεζα θηλυκό
- (νεολογισμός) (βιολογία) «τράπεζα» (αποθετήριο) βιολογικού υλικού (ανθρώπων ή άλλων έμβιων όντων)
- Σε διεθνείς έρευνες που αφορούν ιατρικά στατιστικά δεδομένα η Ελλάδα εκπροσωπείται συχνά από μία… παύλα! Ενας από τους λόγους απουσίας συγκρίσιμων στοιχείων είναι και η έλλειψη τράπεζας βιολογικού υλικού. Το κενό αποφασίστηκε επιτέλους να καλυφθεί, αφού η ελληνική Βιοτράπεζα μόλις έλαβε ευλογία και χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση. (*)