βιοχρονολόγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιοχρονολόγηση | οι | βιοχρονολογήσεις |
γενική | της | βιοχρονολόγησης | των | βιοχρονολογήσεων |
αιτιατική | τη | βιοχρονολόγηση | τις | βιοχρονολογήσεις |
κλητική | βιοχρονολόγηση | βιοχρονολογήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοχρονολόγηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική biochronology < αρχαία ελληνική βιο- βίος + χρονολόγηση < χρόνος + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοχρονολόγηση θηλυκό
- (βιολογία, γεωλογία) η χρονολόγηση πετρωμάτων με βάση το βιολογικό υλικό που σώζεται ανάμεσά τους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοχρονολόγηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χρονο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)