βλεννολυτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλεννολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βλεννολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλεννολυτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου που προκαλεί λύση της βλέννας και βοηθάει στην απόχρεμψη των βρογχικών εκκρίσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βλεννολυτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του βλεννολυτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του βλεννολυτικός