βλεννολυτικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλεννολυτικό τα βλεννολυτικά
      γενική του βλεννολυτικού των βλεννολυτικών
    αιτιατική το βλεννολυτικό τα βλεννολυτικά
     κλητική βλεννολυτικό βλεννολυτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλεννολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βλεννολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλεννολυτικό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βλεννολυτικό