βούτημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βούτηγμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βούτημα τα βουτήματα
      γενική του βουτήματος των βουτημάτων
    αιτιατική το βούτημα τα βουτήματα
     κλητική βούτημα βουτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βουτήματα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βούτημα < βουτώ + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική mouillette)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βούτημα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]