βρογχοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρογχοσκόπηση | οι | βρογχοσκοπήσεις |
γενική | της | βρογχοσκόπησης* | των | βρογχοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | βρογχοσκόπηση | τις | βρογχοσκοπήσεις |
κλητική | βρογχοσκόπηση | βρογχοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βρογχοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βρογχοσκόπηση < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική bronchoscopie < αρχαία ελληνική βρόγχος + σκοπέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρογχοσκόπηση θηλυκό
- τρόπος εξέτασης των βρόγχων με βρογχοσκόπιο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βρογχοσκόπηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)