βρωσιμότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρωσιμότητα | οι | βρωσιμότητες |
γενική | της | βρωσιμότητας | των | βρωσιμοτήτων |
αιτιατική | τη | βρωσιμότητα | τις | βρωσιμότητες |
κλητική | βρωσιμότητα | βρωσιμότητες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- βρωσιμότητα < βρώσιμ(ος) + -ότητα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɾo.siˈmo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρω‐σι‐μό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βρωσιμότητα θηλυκό στον ενικό
- η καταλληλότητα για βρώση, ιδιότητα για κάτι που μπορεί να φαγωθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη βρώση