γαλαζοφρουρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαλαζοφρουρός οι γαλαζοφρουροί
      γενική του γαλαζοφρουρού των γαλαζοφρουρών
    αιτιατική τον γαλαζοφρουρό τους γαλαζοφρουρούς
     κλητική γαλαζοφρουρέ γαλαζοφρουροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαλαζοφρουρός < γαλάζ(ιος) + -ο- φρουρός, νεολογισμός κατά το πρασινοφρουρός, αλλά με πολύ λιγότερο συχνή χρήση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαλαζοφρουρός αρσενικό

  1. (πολιτική): στέλεχος του κόμματος της ΝΔ (Νέας Δημοκρατίας) εντεταλμένο στον εργασιακό ή σπουδαστικό του χώρο να προωθεί και να διαφυλάττει τη γραμμή του κόμματος
  2. (συνεκδοχικά) μάχιμος οπαδός, ένθερμος υποστηρικτής, της ΝΔ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]