γαλατόσουπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλατόσουπα οι γαλατόσουπες
      γενική της γαλατόσουπας
    αιτιατική τη γαλατόσουπα τις γαλατόσουπες
     κλητική γαλατόσουπα γαλατόσουπες
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού
που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα»)
τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα»)
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαλατόσουπα < γαλατό- + -σουπα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαλατόσουπα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]