γλεντοκόπημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλεντοκόπημα < γλεντοκοπώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλεντοκόπημα ουδέτερο
- το παρατεταμένο, έντονο γλέντι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλεντοκόπημα
|