γλωσσογεωγραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλωσσογεωγραφία < γλώσσα + -ο- + γεωγραφία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Sprachgeographie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλωσσογεωγραφία θηλυκό
- (γλωσσολογία) γλωσσολογικός κλάδος που ασχολείται με τις διαλέκτους μιας γεωγραφικής περιοχής και τις μελετά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλωσσογεωγραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)