γνέψιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γνέψιμο ουδέτερο
- κίνηση του χεριού ή του κεφαλιού με την οποία απευθυνόμαστε σε κάποιον, συχνά για να τον καλέσουμε κοντά μας ή να του δώσουμε ένα άλλο μήνυμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γνέψιμο
|