γοργόνειο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γοργόνειο τα γοργόνεια
      γενική του γοργόνειου
γοργονείου
των γοργόνειων
γοργονείων
    αιτιατική το γοργόνειο τα γοργόνεια
     κλητική γοργόνειο γοργόνεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γοργόνειο < Γοργώ
Γοργόνειο σε ρωμαϊκό ψηφιδωτό του 2ου αι. από την Palencia της Ισπανίας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γοργόνειο ουδέτερο

  • το κεφάλι της Γοργώς ή Μέδουσας, που σκότωσε ο Περσέας και στόλιζε την ασπίδα της Αθηνάς, επειδή, ακόμη και νεκρό, πέτρωνε όποιον το κοίταζε· απεικονίζεται ως αποτροπαϊκό σύμβολο σε ασπίδες, κοσμήματα (πχ σε πόρπες), ψηφιδωτά κλπ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]