γρυπάρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γρυπάρης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γρυπάρης οι γρυπάρηδες
      γενική του γρυπάρη των γρυπάρηδων
    αιτιατική τον γρυπάρη τους γρυπάρηδες
     κλητική γρυπάρη γρυπάρηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γρυπάρης < γρύπ(ος) + -άρης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣɾiˈpa.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρυ‐πά‐ρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γρυπάρης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]