γυναικεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: γυναικεῖα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυναικεία < γυναικεί(ος) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝi.neˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐ναι‐κεί‐α

Επίρρημα[επεξεργασία]

γυναικεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

γυναικεία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γυναικείος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γυναικείος