γυφτόπουλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυφτόπουλο τα γυφτόπουλα
      γενική του γυφτόπουλου των γυφτόπουλων
    αιτιατική το γυφτόπουλο τα γυφτόπουλα
     κλητική γυφτόπουλο γυφτόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυφτόπουλο < γύφτος και -πουλο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γυφτόπουλο ουδέτερο (το τύποις θηλυκό γυφτοπούλα αναφέρεται συνηθως σε μεγαλύτερης ηλικιας κορίτσι)

  • το μικρό παιδί που κατάγεται από Ρομά, συνήθως το αγόρι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]