δάγκειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δάγκειος οι δάγκειοι
      γενική του δάγκειου
δαγκείου
των δάγκειων
δαγκείων
    αιτιατική τον δάγκειο τους δάγκειους
δαγκείους
     κλητική δάγκειε δάγκειοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δάγκειος < (λόγιο δάνειο) γαλλική dengue[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δάγκειος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]