δέσιμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δέσιμο τα δεσίματα
      γενική του δεσίματος των δεσιμάτων
    αιτιατική το δέσιμο τα δεσίματα
     κλητική δέσιμο δεσίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δέσιμο < δέσ- (αοριστικό θέμα του δένω) + -ιμο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δέσιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του δένω (για σχοινιά, αντικείμενα που δένονται μαζί για να αποτελέσουν ένα σύνολο)
  2. η επίδεση (για τραύματα)
  3. η συναρμολόγηση (για μηχανισμούς, αντικείμενα)
  4. η βιβλιοδεσία (για βιβλία)
  5. η ψυχική και συναισθηματική εγγύτητα, η ύπαρξη συναισθηματικών δεσμών ανάμεσα σε πρόσωπα
  6. ο σχηματισμός του καρπού από το άνθος
  7. (μαγειρική, ζαχαροπαστική) ο σχηματισμός μιας ομοιόμορφης, πυκνής μάζας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]