δειγματολήπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δειγματολήπτης αρσενικό (θηλυκό: δειγματολήπτρια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δειγματοληπτικά
- δειγματοληπτικός
- δειγματολήπτρια
- δειγματοληψία
- → δείτε τις λέξεις δείγμα, δείχνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δειγματολήπτης
|