δεματικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δεματικό τα δεματικά
      γενική του δεματικού των δεματικών
    αιτιατική το δεματικό τα δεματικά
     κλητική δεματικό δεματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δεματικό < μεσαιωνική ελληνική δεματικό(ν) < δεμάτι < ελληνιστική κοινή δεμάτιον < αρχαία ελληνική δέμα < δέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δεματικό ουδέτερο

  1. τα δεσμά με τα οποία δένουμε κάτι
  2. καλαμόσχοινο με το οποίο δένουν τα δεμάτια
  3. (κατ’ επέκταση) ματσάκι εδώδιμων χορταρικών

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη δένω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]