δεμάτιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δεμάτιον | τὰ | δεμάτιᾰ |
γενική | τοῦ | δεματίου | τῶν | δεματίων |
δοτική | τῷ | δεματίῳ | τοῖς | δεματίοις |
αιτιατική | τὸ | δεμάτιον | τὰ | δεμάτιᾰ |
κλητική ὦ! | δεμάτιον | δεμάτιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δεματίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δεματίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεμάτιον < (δεματ-) δέμα + υποκοριστικό επίθημα -ιον < δέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεμάτιον
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ιον (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)