δερματάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δερματάδικο < δερματ(άς) + -άδικο
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðeɾ.maˈta.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δερ‐μα‐τά‐δι‐κο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δερματάδικο ουδέτερο
- (προφορικό) συνώνυμο του βυρσοδεψείο
- ※ Μία από τις εισόδους στου Ψυρρή είναι η Μιαούλη, η οδός με τα δερματάδικα και τα καταστήματα με τα χειροποίητα υποδήματα.
- Αντώνης Χρυσουλάκης, Τα δύο πρόσωπα του Ψυρρή, athensvoice.gr, 13 Αυγούστου 2016
- ※ Μία από τις εισόδους στου Ψυρρή είναι η Μιαούλη, η οδός με τα δερματάδικα και τα καταστήματα με τα χειροποίητα υποδήματα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δερματάδικο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άδικο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)